μοτοποδήλατο

μοτοποδήλατο
το мотовелосипед

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "μοτοποδήλατο" в других словарях:

  • μοτοποδήλατο — το τεχνολ. μικρό δίτροχο μεταφορικό μέσο, εφοδιασμένο με μικρό βενζινοκινητήρα, κυβισμού 50 έως 75 κυβικών εκατοστομέτρων, αλλ. μοτοσακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. motorbicycle] …   Dictionary of Greek

  • μοτοποδήλατο — το μηχανοκίνητο δίκυκλο όχημα μικρού κυβισμού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από …   Dictionary of Greek

  • μηχανάκι — το [μηχανή] δίκυκλο μηχανοκίνητο όχημα, κυρίως το μοτοποδήλατο …   Dictionary of Greek

  • μοτοσακό — το άκλ. το μοτοποδήλατο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. motosacco < γαλλ. moto (< moteur «κινητήρας»)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»